παρῆλιξ

παρῆλιξ
παρῆλιξ
past one's prime
masc/fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ήλιξ — ἧλιξ, δωρ. τ. ἇλιξ, και αιολ. τ. ἆλιξ. ό, ἡ (Α) 1. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος 2. ως ουσ. σύντροφος, εταίρος 3. ίσος, όμοιος («ἐν ἅλικι χρόνῳ» σε ίσο χρόνο, Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *σFālıξ. To F διατηρείται στον… …   Dictionary of Greek

  • παρήλικος — και παρήλικας, θηλ. παρήλικη / παρῆλιξ, ικος, ΝΑ αυτός που έχει περάσει την ακμή τής ηλικίας του, τής νιότης του, και βρίσκεται σε προχωρημένη ηλικία, ο ηλικιωμένος αρχ. αυτός που έχει συμπληρώσει τα χρόνια υπηρεσίας του σέ μια θέση. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • παρηλίκων — παρη̱λίκων , παρῆλιξ past one s prime masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρήλικα — παρή̱λικα , παρῆλιξ past one s prime masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρήλικας — παρή̱λικας , παρῆλιξ past one s prime masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρήλικες — παρή̱λικες , παρῆλιξ past one s prime masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρήλικι — παρή̱λικι , παρῆλιξ past one s prime masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρήλικος — παρή̱λικος , παρῆλιξ past one s prime masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρήλιξιν — παρή̱λιξιν , παρῆλιξ past one s prime masc/fem dat pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”